Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαλγάμωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαλγάμωση η [amalγámosi] Ο33 : η αμαλγαμάτωση.

[λόγ. αμάλγαμ(α) -ωσις > -ωση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμαλγάμωση [amalγámosi] η, (& L αμαλγάμωσις)
  • ① chem amalgamating, amalgamation
  • ② fig mixing of diverse persons, things etc, compounding, amalgamation

[der of αμαλγαμώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες