Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμακατζού
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμακατζού [amakadzú] η, s. αμακαδόρισσα
:
  • η κυρία είναι ξεγελάστρα κι ~ |
  • σελέμισσα κι ~ που δεν έχει ταίρι

[der of αμακατζής w. suff -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες