Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμακαδόρος ο [amakaδóros] Ο18 : (λαϊκ.) ο τρακαδόρος· αμακατζής.
[αμάκ(α) -αδόρος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμακαδόρος [amaka∂óros] ο,
- sponger, parasite (syn αβανταδόρος, αμάκα2, αμάκας, αμακατζής, σελέμης, τζαμπατζής, τρακαδόρος):
- είναι ~ πρώτης τάξεως
[der of αμάκα2 w. suff -δόρος]
- sponger, parasite (syn αβανταδόρος, αμάκα2, αμάκας, αμακατζής, σελέμης, τζαμπατζής, τρακαδόρος):



