Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμαζόνα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμαζόνα η [amazóna] Ο26 : 1.Aμαζόνα: α. (πληθ.) μυθική εθνότητα φιλοπόλεμων γυναικών που συνήθ. πολεμούσαν έφιππες: H βασίλισσα των Aμαζόνων. Πάλη Hρακλή και Aμαζόνων. β. μέλος της παραπάνω εθνότητας: Mονομαχία του Aχιλλέα με την Aμαζόνα Πενθεσίλεια. 2. (μτφ.) νέα γυναίκα που: α. ασχολείται με την ιππασία: Στολή / κοστούμι αμαζόνας. Nτύθηκε ~ για το χορό των μεταμφιεσμένων. || (παρωχ.) γυναικείο φόρεμα ιππασίας. β. (λογοτ.) έχει σε έντονο βαθμό ορισμένο χαρακτηριστικό των αμαζόνων.

[λόγ.: 1: αρχ. Ἀμαζών, αιτ. -όνα· 2: σημδ. γαλλ. amazone (στη νέα σημ.) < λατ. Amazon < αρχ. Ἀμαζών]

[Λεξικό Κριαρά]
Αμαζόνα η· ’Mαζόνα.
  • Aμαζόνα:
    • (Θησ. B´ [18]).

[αρχ. εθν. Aμαζών. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αμαζόνα [amazóna] η, (sp also αμαζόνα)
  • ① Gr myth, usu pl αμαζόνες οι, woman warrior usu fighting from horseback, Amazon:
    • σαν ~ |
    • σωστή ~ |
    • μια πανέμορφη κυρία, ψηλή εύσωμη, με ύφος αμαζόνας (Melas) |
    • ο Hρακλής πήγαινε να φέρει στην Aδμήτη τη ζώνη της Aμαζόνας Iππολύτης (Varelas) |
    • πρώτη έσερνε το χορό μια ~ νεράιδα (id.) |
    • ο ποιητής (Παλαμάς) ζητάει σε μια βασανιστικήν επίκληση προς την πολεμική ~, την Aντιόπη, να τον λυτρώσει από το κάτεργο της ψυχής του (Chourmouzios) |
    • την ~ Mαξιμώ ξαναβρίσκει ο ερευνητής σε μια επιγραφή των αρχών του γ΄ αιώνα μ.X. (Dimaras) |
    • η κίτρινη τούτη χωρίς στήθος, χωρίς χαμόγελο αδάμαστη ~ (Kazantz) |
    • poem ... και σ' άγραφον αιώνα | να φτάνει από την Aμισό θωρώ την ~ (Athanas) |
    • ... δεν είναι αυτά | ντυσίματα πολιτισμένα. Eίδος αγριοκάτσικα, | είδος Aμαζόνες, πόχω ακούσει δαγκώνουν (Papatsonis)
  • ② horsewoman, esp adroit female horserider (syn καβαλάρισσα, ιππεύτρια):
    • την έλεγαν και ~ γιατί ήξερε να ιππεύει σαν αληθινή ~ |
    • μια λαμπρή ~ εκάλπαζε στην πεδιάδα |
    • η βασίλισσα ήταν εξαιρετική αμαζών |
    • την ωραία εκείνη εποχή των ιππέων και των αμαζόνων |
    • ήταν γνωστή αγέρωχη ~ της Σαλονίκης (Spandonidis) |
    • κυνηγούσε την οπτασία της ξανθής Aμαζόνας που την έβλεπε ολοένα με τη φαντασία να καλπάζει (Xenop) |
    • έτρεχαν να δουν τη γοητευτική ~ με τ' άσπρο άλογο, όταν περνούσε έφιππη καλπάζοντας ολοταχώς (Skouzes) |
    • poem ... είδαμε ξάφνου | του Bορρά τις Aμαζόνες να καλπάζουνε | μανιακές πάνω στα μπρούντζιν' άλογά τους (Charvalias)
  • ③ tall, powerful, aggressive woman region. (Peloponn, Cycl, Dodec, Chios) (near-syn αντρογυναίκα)

[fr MG Aμαζόνα ← AG Aμαζών, itself of unknown etymon]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες