Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμίμητα [amímita] adv
- in a way insusceptible of imitation, inimitably, unequally, incomparably, superlatively (syn ανυπέρβλητα, άφθαστα):
- ο ηθοποιός έπαιξε το ρόλο του ~ |
- άρχισεν ο Tζίτζικας να τραγουδεί με όσην τέχνην ημπορούσε και η Aκρίδα να χορεύει ~ (Drosinis)
[fr LMG αμίμητα (Somavera), der of αμίμητος; cf K, AG ἀμιμήτως]
- in a way insusceptible of imitation, inimitably, unequally, incomparably, superlatively (syn ανυπέρβλητα, άφθαστα):



