Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμίμητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμίμητα [amímita] adv
  • in a way insusceptible of imitation, inimitably, unequally, incomparably, superlatively (syn ανυπέρβλητα, άφθαστα):
    • ο ηθοποιός έπαιξε το ρόλο του ~ |
    • άρχισεν ο Tζίτζικας να τραγουδεί με όσην τέχνην ημπορούσε και η Aκρίδα να χορεύει ~ (Drosinis)

[fr LMG αμίμητα (Somavera), der of αμίμητος; cf K, AG ἀμιμήτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες