Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμίλητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αμίλητος, επίθ.
  • 1) Που δε μιλεί (ενώ έχει τη δυνατότητα), σιωπηλός:
    • (Eρωτόκρ. E´ 960).
  • 2) Που δε μπορεί να μιλήσει, άφωνος:
    • τα δέντρα τα αμίλητα (Aχιλλ. L 780).

[<στερ. α‑ + μιλώ. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμίλητος -η -ο [amílitos] Ε5 : (για πρόσ.) 1. που δε μιλά: Kάθεται / στέκεται ~, σιωπηλός. Έμεινε ~ από το φόβο του, άφωνος. || (λαογρ.) το αμίλητο νερό, που το μεταφέρουν χωρίς να μιλούν, για να το χρησιμοποιήσουν στον κλήδονα. ΦΡ ήπιε το αμίλητο νερό, δε μιλάει καθόλου. 2. (σπάν.) που δεν του έχουν μιλήσει, δεν έχουν μεσολαβήσει ώστε να κάνει κτ. αμίλητα ΕΠIΡΡ.

[μσν. αμίλητος < α- 1 μιλη- (μιλώ) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμίλητος, -η, -ο [amílitos]
  • ① unspeaking or speaking little, speechless, taciturn, silent, reserved, uncommunicative (syn άγλωσσος, άναυδος, [rare] ανεμίλητος, άφωνος, σιωπηλός, μουγγός:
    • έμεινε ~ (syn δεν έβγαλε λέξη) |
    • άνθρωπος ~ silent person |
    • κορίτσι αμίλητο |
    • διαβάτες, σκιές αμίλητες |
    • από τον τρόμο του έμεινε ~ πολλή ώρα |
    • είναι ~ σαν το ψάρι |
    • κάθονταν αμίλητοι και σκεφτικοί |
    • gnom αμίλητη γλώσσα χάνει το δίκιο της |
    • prov ο ~ τρελός για φρόνιμος επέρασε the taciturn insane person passes for sane, the one who does not talk is held high |
    • στόμα αμίλητο, τύχη μουδιασμένη one who does not protest injustice does not fare well in life |
    • το άγαλμα του Δημοσθένη είναι κλειστό μέσα σ' ένα αμίλητο γεωμετρικό σχήμα (Karouzou) |
    • τύλιξε ολότελα τ' αμίλητο κορμί του ξένου, θαρρείς για να το κρύψει (Plaskovitis) |
    • poem κι ο Άδης ο ~ ζηλεύει που τη βλέπει (Palam) |
    • σφαμένο, λες, κεφάλι αγωνιστή το αμίλητο φεγγάρι (Kazantz Od 15.89) |
    • κι ο Θάνατος, | αρχάγγελος ~, | βιγλίζει σαν το δέντρο αυτό (Sikel) |
    • το άχρωμο, το αμίλητο παρόν | το ζω στιγμή στιγμή (Tsatsos)
  • ⓐ reluctant to speak, tight-lipped (syn κλειστός):
    • είναι ~ στη δουλειά, στο καΐκι, στο ψάρεμα
  • ⓑ pensive, preoccupied (syn L σύννους)
  • ⓒ sour, morose (syn μελαγχολικός, σκυθρωπός)
  • ② unexpressed, hidden, silent, of words, sentiments, passions, memoirs, secrets etc (syn ανέκφραστος):
    • μυστικά αμίλητα |
    • αμίλητα ενθυμήματα παρωχημένων χρόνων |
    • αμίλητο παράπονο |
    • ηδονή, χαρά, τρομάρα, θλίψη αμίλητη |
    • ~πόθος, αμίλητη λαχτάρα |
    • αμίλητοι λόγοι, λόγια αμίλητα |
    • ανίσως δεν ήτο κατασταλασμένη μια πίκρα, από τα αισθήματα εκείνα που είναι αμίλητα, γιατί είναι ολόβαθα (Palam) |
    • ο Nιρβάνας την έδειξε την τραγικότητα της ζωής σε ό,τι κρύβει εκείνη πιο αμίλητο, πιο μπερδεμένο (id.) |
    • έχω και τους πόνους και τις έγνοιες τους εσωτερικούς, αμίλητους κ' εκείνους, γιατί είναι ανέκφραστοι (id.) |
    • ακούει αυτός την αμίλητη κραυγή της κοπέλας (Kazantz) |
    • η ζωή της είναι σκληρή κι αμίλητη (Terzakis) |
    • poem (το λάγγεμα) πάντα τον τρώει και τρώγοντας τόνε βουβαίνει, εντός του | στάζοντας κάτι αμίλητο πολύ, πολύ θλιμμένο, | για να το πει με στεναξιές, για να το ζήσει με ήχους (Palam) |
    • και σιωπηλά μιλήματα και αμίλητα τραγούδια (id.) |
    • κάμε βράδυ αμίλητη δέηση (NPappas)
  • ③ during which silence prevails, being or done in silence, silent:
    • νύχτα αμίλητη |
    • οι ώρες περνούσαν αμίλητες |
    • τον υπηρετούσε με αμίλητη υποταγή |
    • αμίλητο νερό (s. separate entry) |
    • poem και για ν' αλλάξουν του έρωτα το αμίλητο φιλί (Palam) |
    • ψηλότερα από το σταυρό | του αμίλητου θανάτου | το πνεύμα πάντα απλώνεται σε οράματα δικά του (Xydis) |
    • τη στιγμή που τ' αμίλητο μεσημέρι στάλιζε μες στα μάτια μου (Spalas)
  • ④ avoiding acquaintances, friendships, or company, living a solitary (lonely, secluded) life, unsociable (near-syn ακοινώνητος, μονόχνοτος):
    • αμίλητοι άνθρωποι, αμίλητοι γείτονες |
    • αμίλητη οικογένεια |
    • είναι από φυσικού του (or L εκ φύσεως) ~ άνθρωπος
  • ⑤ not talked to for favors, whose favor has not been solicited (ant μιλημένος):
    • τα μέλη της επιτροπής (or του συμβουλίου κλ) είναι μιλημένα, ο πρόεδρος είναι ~
  • ⓓ not pliable to being influenced for favors (syn που δεν μιλιέται, που δε σηκώνει μίλημα):
    • είναι απλησίαστος κι ~ για χατίρια
  • ⑥ looking down on, despising, arrogant (syn L υπεροπτικός):
    • αφότου πλούτισε είναι ~ |
    • οι νεόπλουτοι γίνονται αμίλητοι |
    • πήρε θέση σε υπουργείο κ' έγινε ~

[fr LMG αμίλητος, cpd w. μιλητός (recorded in ModG): μιλώ; cf also ανεμίλητος ← AG ἀνομίλητος, cpd w. ὀμιλητός. For sense 4 cf AG, K ἀνομίλητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες