Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αμήχανα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αμήχανα [amíxana] adv
  • in perplexity, w. embarrassment, awkwardly (syn με αμηχανία):
    • χαμογέλασε ~ σα να 'τανε ντροπιασμένος |
    • άλλοι έτρεξαν να κρυφτούν, άλλοι τριγύριζαν ~ |
    • για όλη την ταλαιπωρία (του γάμου) ξοφλάτε με μια μπομπονιέρα· που κρατάμε ~ και αδέξια στο χέρι (Palaiologos) |
    • κοίταζε ο ένας τον άλλον πολύ απορεμένα κι ~ (Karagatsis) |
    • οι γονείς ρωτάν εσένα το γιατρό τι να κάνουν για τα παιδιά τους που κλαίνε ολημερίς και συ σηκώνεις τους ώμους ~ (Roufos) |
    • ανακάθισε συνεχίζοντας να καταγράφη το ρυθμό |
    • τακατάκ ... τακατάκ ... κ' έστριψε ~ το μέτωπό του (Kesmeti)

[fr K ἀμήχανα (Oppian, Hal 4.56), this fr n pl of ἀμήχανος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go