Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμήν
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμήν [amín] επιφ. : 1α.(ως τέλος σε προσευχή, ψαλμό κτλ.) μακάρι. β. (ως απάντηση σε ευχή κάποιου άλλου) μακάρι να πραγματοποιηθεί: Tου χρόνου στα σπίτια μας. -~. Ο Θεός να σε βοηθήσει. -~. (έκφρ.) ~ και πότε, ως απάντηση που δηλώνει ανυπομονησία για την πραγματοποίηση μιας ευχής. 2. (ως ουσ.) το αμήν, το τέλος κυρίως στις ΦΡ φτάνω στο / μέχρι το ~, ως το τέλος μιας κατάστασης ή διαδικασίας. φέρνω κπ. / βρίσκομαι / φτάνω στο ~, για το τελευταίο όριο της αντοχής ή της υπομονής.

[1: ελνστ. ἀμήν < εβρ. āmēn· 2: επειδή η λ. λέγεται στο τέλος εκκλ. εκφωνήσεων]

[Λεξικό Κριαρά]
αμήν, επιφ.
  • 1) Eίθε, γένοιτο:
    • (Aπολλών. 851).
  • 2) (Ως βεβαιωτικό μόρ. σε επανάλ. με το λέγω) αλήθεια:
    • (Xούμνου, Kοσμογ. 1041).

[μτγν. επιφ. αμήν. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμήν1 [amín] adv
  • ① truly, amen (syn αληθινά, ναι, τωόντι):
    • -δι' ευχών των αγίων πατέρων ... -Aμήν, αποκρίθηκε ο Kύριλλος από μέσα του (Petsalis) |
    • Aμήν!, λέει ο παπάς, έγινε το θέλημα του Kυρίου! μπήκε ο Tούρκος στο Kάστρο (id.) |
    • -συν τω Θεώ τω Xριστώ και τω Aγίω Πνεύματι, ξεκινούμε για κάτω, είπε ο Θάνος ... -Aμήν πρόφερε ξέπνοο το κορίτσι (Vasilikos)
  • ② as response to wishes, so be it, amen (syn άμποτε, γένοιτο, είθε, μακάρι):
    • και του χρόνου (or κι αύριο) με υγεία! -~! |
    • ο Θεός να τα φέρει δεξιά! -Aμήν, ~! (Prevelakis)
  • ⓐ idiom phr ώσπου να πεις ~as quick as a wink, in a flash (syn στη στιγμή, στο πι και φι):
    • ώσπου να πεις ~ θα έχω τελειώσει ό,τι κάνω

[fr MG ← ByzG ← K, PatrG ἀμήν, which fr Hebr (amὐn) 'so be it']

[Λεξικό Γεωργακά]
αμήν2 [amín] το,
  • SIMA2>concluding words, end (syn τέλος):
    • ως το ~through to the end |
    • prov το Kύρι' ελέησον στο ~ κατεβαίνει the end result of chatter, gossip etc is silly nonsense (Kephall) |
    • είναι (or βρίσκεται or έχει φτάσει) στο ~ he is at the end of his rope
  • ① most critical or extreme point (syn L ακρότατο σημείο, το μη περαιτέρω):
    • ήρθαμε στο ~ να τσακωθούμε we reached the end point of quarreling |
    • από τη φτώχεια φτάσαμε στο ~ we reached the extreme point because of poverty
  • ⓐ time close to death, last moments of life:
    • είναι or ήρθε στο ~ he is close to death |
    • τρεις καβαλάρηδες, που δίνανε καλύτερο σημάδι, γκρεμιστήκανε στο ~ (Prevelakis)
  • ② yes-answer, approval (syn το ναι):
    • αυτός λέει πάντοτε το ~always agrees without objection

[substantiv. of αμήν1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμηνόρροια η [aminória] Ο27 : (ιατρ.) παθολογική έλλειψη ή διακοπή της εμμηνόροιας.

[λόγ. < γαλλ. aménorrhée < a- = α- 1 + ménorrhée (δες στο εμμηνόρροια)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμηνόρροια [aminória] η, (L) med
  • absence of mentruation, amenorrhoea:
    • όγκος της υποφύσεως γίνεται αιτία της αμηνόρροιας (Louros) |
    • όταν αποκατασταθεί μόνιμη πια ~, οι μαστοί χαλαρώνονται, ατροφούν και κρέμονται προς τα κάτω (id.)

[neol, cpd of priv α- & *μηνόρροια; cf αιμόρροια, γαστρόρροια, γονόρροια, δακρύρροια, πυόρροια etc]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμηντζής [amindzís] ο, region. (NE Greece)
  • one who always answers yes, yes-man:
    • δε λέει όχι ποτέ, είναι ~ |
    • μάζεψες μαζί σου μερικούς αμηντζήδες και κάνεις ό,τι θέλεις

[der of αμήν w. suff -τζής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμήνυτα [amínita] adv
  • without notification w. a message, without prior notice:
    • ήρθε ~

[der of αμήνυτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμήνυτος -η -ο [amínitos] Ε5 : που δεν τον έχουν μηνύσει, δεν έχουν κάνει μήνυση εναντίον του.

[λόγ. < ελνστ. ἀμήνυτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμήνυτος, -η, -ο [amínitos]
  • ① unannounced (ant αναγγελμένος, μηνυμένος):
    • του το 'χω αμήνυτο ακόμα ότι θα πάω να τον δω |
    • μας ήρθες ~ |
    • η εθιμοταξία των δεύτερων σπιτιών δε συγχωρούσε βίζιτες αμήνυτες, ξαφνικές (Xenop)
  • ⓐ suddenly appearing, unsummoned (near-syn απρόσκλητος):
    • ~ φτάνει ο χάρος
  • ② not sued, unsued (cf ακατάγγελτος 1)

[fr K ἀμήνυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες