Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέταλλο [amétalo] το,
- metalloid (syn ~ στοιχείο, μεταλλοειδές)
[substantiv. n of αμέταλλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμέταλλος -η -ο [amétalos] Ε5 : (χημ.) Aμέταλλα στοιχεία, ονομασία χημικών στοιχείων, τα οποία δεν έχουν τις βασικές ιδιότητες (στιλπνότητα, σκληρότητα, αγωγιμότητα στη θερμότητα και στον ηλεκτρισμό) των μετάλλων ενώ με το οξυγόνο σχηματίζουν όξινες ή ουδέτερες ενώσεις. || (ως ουσ.) τα αμέταλλα, τα αμέταλλα στοιχεία.
[λόγ. α- 1 μέταλλ(ον) -ος μτφρδ. γερμ. Nichtmetall ή αγγλ. non-metallic]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέταλλος, -η, -ο [amétalos]
- metalloid:
- αμέταλλα σώματα |
- αμέταλλα στοιχεία (π.χ. άζωτο, θείο, οξυγόνο κλ) (syn μεταλλοειδή)
[neol, cpd w. μέταλλον]
- metalloid:



