Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέταλλα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμέταλλα [amétala] τα, (L)
  • nonmetals

[substantiv. n pl of αμέταλλος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμετάλλακτος -η -ο [ametálaktos] & αμετάλλαχτος -η -ο [ametálaxtos] Ε5 : που δεν έχει υποστεί μεταλλαγή.

[λόγ. < ελνστ. ἀμετάλλακτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμετάλλαχτος, -η, -ο [ametálaxtos] (region. & lit αμετάλλαγος)
  • unchanged or unchangeable, unvaried or unvariable, constant (syn αμετάβλητος, αναλλοίωτος, σταθερός):
    • αμετάλλαχτη θέληση an obdurate will |
    • αν καταλάβεις τη γνώμη σου αμετάλλαγη, ξομολογήσου το στον άγιο ηγούμενο (Bastias) |
    • μέσα από τους αιώνες έρχεται γνώριμη κι αμετάλλαχτη η φωνή της είναι η παρθενική φωνή του καθαρού θάρρους (Plaskovitis) |
    • οι διαβάσεις για την προσπέλαση αυτού του μυστικού παραμένουν από τον καιρό του Aισχύλου και του Xριστού αμετάλλαχτες (id.)

[fr K, PatrG ἀμετάλλακτος 'unaltered', cpd w. AG μεταλλακτός: μεταλλάττω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες