Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέριστα [amérista] adv
- undividedly, completely, wholly, unreservedly (syn πλήρως, ανεπιφύλακτα):
- είχε κατακτήσει ~ την εκτίμηση του Kαποδίστρια (Melas) |
- ο Eυελπίδης έδειχνε μεγάλη αγάπη στους μαθητές του και φυσικά χαιρόταν ~ και τη δική τους την αγάπη (Kakridis)
[der of αμέριστος]
- undividedly, completely, wholly, unreservedly (syn πλήρως, ανεπιφύλακτα):



