Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέριμνα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αμέριμνα, επίρρ.· αμέρεμνα.
  • 1) Xωρίς φροντίδα ή φόβο, ξένοιαστα:
    • αμέριμνα κοιμάσαι (Διγ. Esc. 847
    • εξεφάντωνε αμέριμνα και δεν είχε έννοιαν (Xρον. σουλτ. 4428).
  • 2) Eλεύθερα, νόμιμα:
    • (Aσσίζ. 19727).

[<επίθ. αμέριμνος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμέριμνα [amérimna] adv
  • without concern or fear:
    • περιδιαβάζω, περπατώ ~ |
    • ζούμε ~ κ' ευτυχισμένα |
    • κόσμος τριγύριζε ~ |
    • περνούσαν την ημέρα τους ~ |
    • άνθρωποι γλεντούν, κουβεντιάζουν ~ |
    • το μωρό χαμαγελούσε στους γονιούς του ~ |
    • χαίρεται ~ την ωραιότητα |
    • διαβάζει ~ μια εφημερίδα |
    • πίνουν ~ και καπνίζουν το τσιγάρο τους |
    • κοιμάται ~ |
    • οι ξαπλωμένοι συντρόφοι του ρουχάλιζαν ~ |
    • poem κεντούν εκεί και τραγουδάνε ~ | την άδολή τους αγάπη οι μικροκόρες; (Zevgoli)

[fr MG αμέριμνα, der of MG αμέριμνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες