Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμέθοδος -η -ο [améθoδos] Ε5 : που δε γίνεται ή δεν έχει γίνει με μέθοδο, με σύστημα. ANT μεθοδικός: Aμέθοδη διδασκαλία.
[λόγ. < ελνστ. ἀμέθοδος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμέθοδος, -η, -ο [améθo∂os] (L)
- unsystematic, unmethodical, desultory (near-syn ασυστηματοποίητος, ant μεθοδικός, συστηματικός):
- ~ δάσκαλος teacher without method |
- αμέθοδη εργασία work done without method |
- αμέθοδη μελέτη desultory study |
- την αμέθοδη διδασκαλία από καιρό είχαν προσπαθήσει να την περιορίσουν έλληνες παιδαγωγοί (Delmouzos) |
- η αμέθοδη και ακανόνιστη προσφυγή στη μπάλα παρασύρει τα παιδιά σε άρρυθμες κινήσεις (Tsiantas) |
- η αμέθοδη μάθηση, η σύγχυση, η συγκάλυψη και η σεμνοτυφία επιδρούν δυσάρεστα στην ψυχική και σωματική υγεία του ανθρώπου (Palaiologos) |
- τίποτε δεν λέγεται για την αμέθοδη και βλαπτική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της αποικίας απ' αυτούς που την ελέγχουν (Papanoutsos) |
- η ερμηνεία του Natorp έφερε αμέτρητο όφελος, γιατί ώθησε την έρευνα και ετερμάτισε την αμέθοδη συναναστροφή με τα πλατωνικά κείμενα (Theodorakop)
[fr K, AG ἀμέθοδος, cpd w. μέθοδος]
- unsystematic, unmethodical, desultory (near-syn ασυστηματοποίητος, ant μεθοδικός, συστηματικός):



