Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμέθοδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμέθοδα [améθo∂a] adv
  • in a disorderly manner, without method, unmethodically, desultorily (near-syn ασυστηματοποίητα, χωρίς σύστημα, ant μεθοδικά):
    • το βιβλίο είναι γραμμένο ~ |
    • οι περισσότεροι μαθητές μελετούν ~ |
    • το χρέος μου το κάνω ανώμαλα και ~ και μισά (Palam) |
    • η χαρακτηρολογία άρχισε να καλλιεργείται πρώτα ~ και μόνο με το ένστικτο και τη διαίσθηση, έπειτα με κάποιες αρχές και σύστημα, με μετρήσεις και πειραματισμούς (Papanoutsos) |
    • άρθρα και μελέτες πάντα κάτι έχουνε να πουν, κάτι να διδάξουν, πολλές φορές ~ (Chourmouzios)

[der of αμέθοδος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες