Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάρτυρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμάρτυρα [amártira] adv
  • without witness or evidence:
    • κατηγορήθηκε ~ ότι έκανε τον πράκτορα ξένης χώρας

[der of αμάρτυρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες