Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμάραντον το.
-
- Φυτό που τα άνθη του δε μαραίνονται, με θεραπευτικές ιδιότητες:
- (Oρνεοσ. αγρ. 5437).
[μτγν. ουσ. αμάραντον. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- Φυτό που τα άνθη του δε μαραίνονται, με θεραπευτικές ιδιότητες:



