Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αμάντα η.
-
- 1)
- α) (Προκ. για πράγματα του πολέμου) καλυτέρεψη, βελτίωση· ησυχία:
- Φέρνουν (ενν. φουσσάτο) …, για νά βρουσιν αμάνταν (Θρ. Kύπρ. 790)·
- β) (προκ. για ψυχική κατάσταση) ανακούφιση, θεραπεία:
- (Kυπρ. ερωτ. 13820).
- α) (Προκ. για πράγματα του πολέμου) καλυτέρεψη, βελτίωση· ησυχία:
- 2) Έλεος, οίκτος:
- κάμε αμάνταν (Kυπρ. ερωτ. 9330).
[<γαλλ. amende (μεσν. τ. amande). H λ. και σήμ. κυπρ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαντάλωτα [amandálota] adv
- without having latched (bolted), w. verbs έχω or αφήνω:
- έχω ~ το σπίτι |
- άφησε ~
[der of αμαντάλωτος]
- without having latched (bolted), w. verbs έχω or αφήνω:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαντάλωτος -η -ο [amandálotos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον έχουν μανταλώσει. ANT μανταλωμένος.
[α- 1 μανταλώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαντάλωτος, -η, -ο [amandálotos]
- unbolted, unlatched (syn αναμπάρωτος, ant αμπαρωμένος, μανταλωμένος, ασύρτωτος):
- η πόρτα είναι αμαντάλωτη |
- άφησες την εξώπορτα αμαντάλωτη
[fr LMG αμαντάλωτος (Somavera, 1709), cpd w. μανταλωτός ← μανδαλωτός]
- unbolted, unlatched (syn αναμπάρωτος, ant αμπαρωμένος, μανταλωμένος, ασύρτωτος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμαντάριστος -η -ο [amandáristos] Ε5 : που δεν τον έχουν μαντάρει. ANT μανταρισμένος.
[α- 1 μανταρισ- (μαντάρω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμαντάριστος, -η, -ο [amandáristos]
- unmended, undarned (ant μανταρισμένος):
- αμαντάριστο πουκάμισο |
- αμαντάριστη κάλτσα |
- τα φορέματα ασιδέρωτα, οι κάλτσες αμαντάριστες κλ (Koumantareas)
[cpd w. *μανταριστός bes μανταρισ-μένος: μαντάρω]
- unmended, undarned (ant μανταρισμένος):