Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάλια
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αμάλια s. ομάλια.
[Λεξικό Γεωργακά]
Αμαλία [amalía] η, f pers-n,
  • Amalia, Amelia (also 1st queen of mod. Greece, 1818-75):
    • Aμαλίτσα endear form.
[Λεξικό Γεωργακά]
Αμαλιάδα [amaliá∂a] η, (& L Aμαλιάς) geogr
  • town in Eleia

[named in honor of Queen Amalia]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες