Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάκας
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αμάκας [amákas] ο,
  • sponger (syn in αμακαδόρος)

[der of αμάκα2 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες