Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάθητος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αμάθητος, επίθ.
  • Aδίδακτος, άπειρος, αδαής:
    • κοπελιά … αμάθητη στα πάθη (Eρωτόκρ. Γ´ 1579).

[αρχ. επίθ. αμάθητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμάθητος -η -ο [amáθitos] Ε5 : (για πρόσ.) άμαθος. ANT μαθημένος: Είναι ~ στο πιοτό.

[αρχ. ἀμάθητος `αμαθής΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάθητος1 [amáθitos] ο,
  • untrained, unskilled, inexperienced person:
    • gnom μην κλαίτε τον αμάθητο ωσάν τον μαθημένο |
    • ένας ~ όχι σε πέντε μέρες, μήτε σε δεκαπέντε δε θα τα κατάφερνε (Kasdaglis) |
    • η σημασία του όρου αποχτά ένα καθαρά συμβατικό χαρακτήρα που στον αμάθητο παρουσιάζεται λιγότερο ή περισσότερο αυθαίρετος και συχνά δημιουργεί παρανοήσεις (NKritikos) |
    • poem και τώρα οι χίμαιρες | τις δούλεψαν με τα νύχια, | που τόσο γαμψά και τόσο πειστικά | απεικονίζει αυτό το ανάγλυφο | αυτό που οι αμάθητοι επιμένουν | να μας το λένε μυθολογικό (Papatsonis)

[substantiv. m of αμάθητος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάθητος2, -η, -ο [amáθitos]
  • ① not studied or not learned (near-syn αμελέτητος, ant μαθημένος, μελετημένος):
    • μάθημα αμάθητο |
    • αμάθητο το 'χεις ακόμη το μάθημά σου
  • ⓐ not having become known, unknown (syn αμάθευτος 1a):
    • αμάθητo μυστικό |
    • τρέχει στο λιβάδι και, καθώς αυτό ήταν αμάθητο, κύλησε σ' ένα γκρεμό και τσακίστηκε (Prevelakis)
  • ② not versed, unschooled, inexpereienced, unfledged, ignorant (syn in αμαθής2 1a):
    • είμαι ~ ακόμα, διστάζω |
    • άπραγο κι αμάθητο παιδί |
    • είναι ακόμη μικροί κι αμάθητοι they are still too young & green |
    • ο ~ χωριάτης ρωτούσε πώς το λένε |
    • ~ στο χειρισμό της μηχανής, των όπλων κλ |
    • ~ στην τέχνη |
    • χέρι αμάθητο να σχεδιάζει hand unschooled in drawing |
    • η κοπέλα είναι αμάθητη στη μαγειρική, στη ραπτική κλ |
    • αμάθητες υπηρετριούλες young maids completely untrained |
    • folkt έμοιαζε σαν αμάθητο παλληκάρι που καπνίζει την πίπα του για πρώτη φορά |
    • η παιδική μου καρδιά η αμάθητη, η αγύμναστη, αναγάλλιαζε (Panagiotop) |
    • οι αμάθητοι από γυναικεία χτίσματα όσιοι καλόγεροι τ' ονομάτισαν του Kοριτσιού το Kάστρο (Papatsonis) |
    • για το στόκολο είναι ~ (Venezis) |
    • folks. ξένος εγώ κι ~ δεν ήξερα το δρόμο |
    • poem μοναχή, του κόσμου αμάθητη | δεν εξάνοιξε τα βρόχια, | που 'χε στήσει τ' αρχοντόπουλο | στην ορφάνια και στη φτώχεια (Markoras)
  • ⓑ unfamiliar with, not accustomed to (syn άπειρος, ασυνήθιστος, όχι εξοικειωμένος με):
    • νεοσύλλεκτοι αμάθητοι στην πειθαρχία |
    • ~ από τέτοιες δουλειές |
    • ήταν αμάθητη από φτώχειες |
    • έπεσα στη δυστυχία κ' είμαι ~ |
    • άψητο παιδί, αμάθητο ακόμα από μεγάλο κόπο (Levantas) |
    • κοπήκανε οι αμάθητες παλάμες μου, ματώσανε απ' το τράβηγμα της μεσινέζας (Zades)

[fr MG αμάθητος ← K ἀμάθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες