Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αμάδα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αμάδα η [amáδa] Ο26 : μικρή και συνήθ. επίπεδη πέτρα κυκλικού σχήματος, που χρησιμοποιούν τα παιδιά σε διάφορα παιχνίδια: Ρίχνουν την ~. || (πληθ.) ομαδικό παιχνίδι που παίζεται με αμάδα: Tα παιδιά παίζουν (τις) αμάδες.

[μσν. αμάδα ίσως < ομάδα (επειδή είναι ομαδικό παιχνίδι) με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αμάδα [amá∂a] η, (& region. σαμάδα, σημάδα)
  • ① children's game, οι αμάδες, quoits:
    • παίζουμε τις αμάδες we play (at) quoits |
    • idiom phr τις αμάδες θα παίξουμε; we do not (or should not) engage in childish distractions, we have serious business to attend to |
    • χασομερούσανε στ' αλώνια και παίζανε τις αμάδες, τα καζίκια, τα σκλαβάκια, όλα παιγνίδια παλληκαρίστικα (Prevelakis) |
    • folks. βλέπω τα συμπαλλήκαρα και παίζαν τις αμάδες (Theros) |
    • poem χτυπώ το μέτωπο |
    • εδώ μου 'πρεπε με τις αμάδες (Solom) |
    • ... βαθιά | βουλιάζουν στις κουφάλες | τυφλό κοπάδι, αμέτρητο, | οι αμάδες κ' οι κροκάλες (Agras)
  • ② sg, region. (IonIsl, Poloponn, Skyros) quoit, one discus-shaped stone used in quoits and other games:
    • έριξες την ~ σου μακριά |
    • prov phr βρήκε (ηύρε) η πέτρα την ~ the wicked or cunning like one another's company, birds of a feather flock toghether

[fr σαμάδα (assimil fr σημάδα, der of σημάδιν 'target') in the juncture ti(s) samaes tis amaes]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες