Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αλύχτισμα το.
-
- Γάβγισμα:
- (Mπερτολδίνος 107).
[<αλυχτώ κατά ουσ. σε ‑ισμα. H λ. και σήμ.]
- Γάβγισμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλύχτισμα s. αλύχτημα.
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<αλυχτώ κατά ουσ. σε ‑ισμα. H λ. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |