Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλύχτισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αλύχτισμα το.
  • Γάβγισμα:
    • (Mπερτολδίνος 107).

[<αλυχτώ κατά ουσ. σε ισμα. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλύχτισμα s. αλύχτημα.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες