Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλύχτημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλύχτημα το [alíxtima] & αλύχτισμα το [alíxtizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλυχτώ: ~ σκύλου / αλεπούς.

[αλυχτη- (αλυχτώ) -μα· αλύχτ(ημα) μεταπλ. -ισμα κατά τα ρ. σε -ισ-]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλύχτημα [alíxtima] το, (& αλύχτισμα)
  • barking, bark (syn γάβγισμα, ούρλιασμα, L υλακή):
    • ~ (αλύχτισμα) σκύλου |
    • οι κλέφτες φοβήθηκαν από τ' αλυχτήματα (αλυχτίσματα) των σκυλιών |
    • αδιάκοπο αλύχτισμα, λυπητερό or θρηνητικό ~ |
    • σαν τον μυριστήκανε τα σκυλιά, αρχινήσανε τ' αλυχτήματα |
    • η μέρα που γεννιόταν αντιδόνησε από αλόγου ποδοβολή κι αλυχτίσματα (Prevelakis) |
    • poem το ~ των Eυμενίδων ζώνει | με την ορμή του ανέμου τη βουλή μας (Panagiotop)

[fr K *ἀλύκτημα, der of K ἀλυκτῶ; for αλύχτισμα cf MG υλακτισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες