Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλύπητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αλύπητα, επίρρ.· ανελύπητα.
  • 1) Xωρίς οίκτο, σκληρά, άσπλαχνα:
    • αλύπητα σκοτώνει (Eρωτόκρ. Δ´ 1055).
  • 2) Xωρίς φειδώ, άφθονα:
    • (Διγ. O 30).

[<επίθ. αλύπητος. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλύπητα [alípita] adv
  • ① ruthlessly, cruelly, unmercifully, mercilessly, pitilessly, remorselessly (syn ανελέητα, ανηλεώς L, άπονα, άσπλαχνα, σκληρά, χωρίς οίκτο):
    • δέρνει τα παιδιά ~ |
    • χτυπάει ~ μικρούς και μεγάλους |
    • τον έδειρε ~ ώσπου έφτυσε αίμα |
    • τον πειράζει ~ teases him unmercifully |
    • κατάστρεψαν την πόλη ~ |
    • με βασανίζουν ~ |
    • καταδιώκουν τον εχθρό ~ |
    • απειλούσε να χυμήξει ~ απάνω μας |
    • τον μαστιγώνει ~ |
    • σκότωναν ~ και χωρίς εξαίρεση όσους έφταναν |
    • παλληκάρια σκοτώνονται ~ |
    • πετροβολούσαν το σκυλί ~ |
    • πολύς κόσμος σφάζεται ~ από τους δυνάστες |
    • αιματοκυλίζονται αναμεταξύ τους ~ |
    • ζωγράφισε ~ την ασκήμια της κηδείας (Karagatsis) |
    • τις τρεις γυναίκες τις καυτηρίαζε σκληρά κι ~ (MNikolaidis) |
    • πουληθήκανε τα γυναικόπαιδα της Έξοδος φτηνά κι ~ (Vlachogiannis) |
    • το έργο αυτό σφυρίχτηκε πράγματι ~ (Giatras) |
    • η σχολή του Γιάννη Aποστολάκη ξέγραφε ~ ολόκληρη τη νεοελληνική ποίηση εκτός από το έργο του Σολωμού (Theotokas) |
    • poem κάθε φορά που ~ μια Mοίρα | το Γένος θα χτυπήσει (Palam) |
    • γιατί με πήρε ο θάνατος ~ κ' εμένα (id.) |
    • αίμα, χυμένο ~, σε κράζει (Malakasis) |
    • όλη τη νύχτα κάλπαζε μονάχος, αγριεμένος, σπιρουνίζοντας ~ | τα πλευρά του αλόγου του (Ritsos) |
    • κι ο άνεμος στα δάση τρέχει ακράτητος και ~ τα δέντρα τους κουρσεύει (Zotos)
  • ⓐ without letup, relentlessly, persistently (syn in αδιάκοπα):
    • ο ήλιος τούς χτυπούσε ~ στο κεφάλι |
    • οι κάθετες αχτίδες του ήλιου τον έκαιαν ~ (Ouranis) |
    • η βροχή χτύπαγε ~ τη στέγη και τους τοίχους (TDoxas) |
    • το νερό δέρνει ~ το δρόμο μου (Terzakis) |
    • την κορυφή την έδερνε ~ ο αέρας (Xefloudas) |
    • ο ουρανός έβρεχε άναντρα και ~ (Myriv)
  • ② unsparingly, liberally, abundantly, generously (syn αφειδώλευτα, αφειδώς, άφθονα, γενναιόδωρα, πλούσια):
    • ξοδεύει ~ |
    • έτρωγε ~, ήταν φαγού |
    • κέρδιζε κ' εξόδευε ~ στο κρασί, στις γυναίκες κλ (Panagiotop) |
    • παράγει με αφθονία και καταναλίσκει ~ όλων των ειδών τα αγαθά (Papanoutsos)

[fr MG αλύπητα, der of MG αλύπητος ← AG ἀλύπητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες