Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλόγιστα [alóyista] adv
- unthinkingly, thoughtlessly, heedlessly (syn in αλόγιαστα):
- σπαταλά ~ τη ζωή του |
- αγοράζει ~ |
- τους είχε ~ υπερτιμήσει |
- έχει χαραμίσει τον εαυτό του τόσο ~ |
- πράξεις ~ ηρωικές |
- δεν πρέπει να εκτίθενται ~ στον ήλιο δίχως τη συμβουλή του κουράντε γιατρού (GLadas) |
- πετάνε ~ το χρυσάφι τους για να φωτογραφίζουν τη Σελήνη (Kyriakidis) |
- το κάθε είδους αποχετευτικό υλικό ~ και ανεξέλεγκτα ρίχνεται στη θάλασσα (Vima 28.1.73) |
- ποτέ δεν θυσιάζομε ~ ό,τι με πόνο έγινε επιτέλους δικό μας (Papanoutsos) |
- poem του πλήθους η θαμπή ψυχή που ~ ξεσπά; (Palam) |
- καταργήσαμε ~ και τη γαλήνη (Papatsonis)
[fr MG αλόγιστα (12th c. AD), der of αλόγιστος]
- unthinkingly, thoughtlessly, heedlessly (syn in αλόγιαστα):



