Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλωπεκίαση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλωπεκίαση η [alopekíasi] Ο33 : (ιατρ.) μερική ή ολική εξαφάνιση του τριχώματος από το κεφάλι ή το σώμα, η οποία οφείλεται σε παθολογικά αίτια: Aίτια / μορφές της αλωπεκίασης. Διάχυτη / περιγραμμένη ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀλωπεκία(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλωπεκίαση [alopecíasi] η, (L) med = αλωπεκία

[fr K ἀλωπεκίασις (Galen)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go