Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλχημιστής ο [alximistís] Ο7 : αυτός που ασχολούνταν με την αλχημεία: Οι αλχημιστές του Mεσαίωνα.
[λόγ. < γαλλ. alchimiste (-iste = -ιστής)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλχημιστής [al imistís] ο,
- ① alchemist:
- οι αλχημιστές του μεσαίωνα |
- οι αλχημιστές ζητούσαν την παραγωγή χρυσού από άλλα μέταλλα |
- ο ποιητής ενεργεί ωσάν μαγικός ~ (Georgoulis) |
- poem έλα, ύπνε, και πάρε με, | επιούσιε της ζωής αλχημιστή (Melachrinos) |
- κ' είπα στην πρώτη |
- Eγώ δεν έρχουμαι | σαν τον αλχημιστή εραστή σου, | για να σε πάρω μ' άτια φλόγινα | από τη φυλακή σου (Skipis)
- ② one who tries to succeed in sth through mysterious or magical actions
[adapted fr Nlat alchemista]
- ① alchemist:



