Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλφισμός
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλφισμός ο [alfizmós] Ο17 : (βιολ.) έλλειψη κίτρινης, κόκκινης, καστανής ή μαύρης χρωστικής στον άνθρωπο, στα ζώα ή στα φυτά.

[λόγ. < αρχ. ἀλφ(ός) `υπόλευκη λέπρα΄ -ισμός μτφρδ. γαλλ. albinisme (δες αλμπινισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφισμός [alfizmós] ο, med
  • albinism

[neol, der of K, AG ἀλφός w. suff -ισμός after syn NLat albinismus]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go