Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλφαβητίζω [alfavitízo] -ομαι Ρ2.1 : βάζω σε αλφαβητική σειρά: Tα ονόματα των μαθητών της τάξης είναι αλφαβητισμένα στον κατάλογο. Δελτία αλφαβητισμένα.
[λόγ. < αγγλ. alphabetize < alphabet < αρχ. ἀλφάβητ(ος) -ize = -ίζω]



