Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλφαβήτα
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλφαβήτα η [alfavíta] Ο25α : (οικ.) το αλφάβητο ιδίως της νέας ελληνικής γλώσσας: Mαθαίνω / ξέρω / λέω την ~. || (επέκτ., για γνώσεις πολύ περιορισμένες): Mόλις έμαθε την ~, μας κάνει το σπουδαίο.

[μσν. αλφαβήτα < άλφα + βήτα (θηλ. με βάση την κατάλ. )]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφαβήτα [alfavíta] η,
  • ① alphabet, ABC's (syn αλφαβητάρι 2, αλφάβητο 1):
    • τα εικοσιτέσσερα γράμματα της αλφαβήτας |
    • ήξεραν την ~ |
    • ο ξένος δεν εγνώριζε την ελληνική ~ |
    • ο παπάς και δάσκαλος τους μαθαίνει την ~ |
    • στην πλάκα είναι γραμμένη η ~ και οι αριθμοί (Petsalis-D) folks. και σαν ηξέρεις γράμματα, πες μας την ~ (DPetrop) |
    • την ~ έμαθα και μπήκα στο Ψαλτήρι (ib) |
    • poem την ευγλωττία του πνεύματος | με γράμματα της αλφαβήτας | δύσκολα αποκρυπτογραφώ (Chrysolouris)
  • ② elementary knowledge, rudiments, insufficient education (syn άλφα-βήτα 2):
    • έμαθε την ~ και κάνει το σοφό (or τον έξυπνο) |
    • poem έτσι άχαρη με ομόρφαινες κ' έτσι άμαθη -για κοίτα- | μέσ' τη ματιά σου διάβαζα της ζωής την ~ (Ritsos)

[cpd of nouns η άλφα & η βήτα; cf K, MG ἀλφάβητος m and later f]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφαβητάρι [alfavitári] το,
  • ① alphabet book, abecedarium, primer, first reader (syn αλφαβητάριο 1, φυλλάδα):
    • διαβάζαμε τ' ~ |
    • παρατηρώ πως εσείς όλοι ελπίζετε να φωτίστε το γένος με τ' ~ στο χέρι (Solom) |
    • μαζί με τα παιχνίδια μου ήταν και μια φυλλάδα, έτσι λέγαμε το ~ (Xenop) |
    • για το διάβασμα είχανε σύνεργο τη φυλλάδα, δηλαδή το ~ (Prevelakis) |
    • σα να 'ναι το ~ των Kινέζων μια ζούγκλα σκοτεινή, όπου σμίγουν ερωτικά ή παλεύουν μανιασμένα τα παμπάλαια φίδια της σοφίας (Kazantz) |
    • poem το νου μας πρώτα στύλωσε και χτίσε | και πρώτ' απ' όλα ~ κράτα (Palam) |
    • κρατεί ανοιχτόν αγνάντια του μικρόν ~ (Sikel)
  • ② the ABC's, alphabet, the letters of the alphabet (syn in αλφαβήτα 1):
    • folks. Bασίλη, αν ξέρεις γράμματα, πες μας τ' ~ (Kephall; Theros)
  • ⓐ the elements, rudiments of education, science, art; a vademecum, guide (cf αλφαβήτα 2):
    • το ~ της τέχνης του λόγου (Palam) |
    • ο νους πηγαίνει στο έργο του με κάποιο ~ στο χέρι (Tatakis) |
    • poem τ' ~ των άστρων που συλλαβίζεις |...|...| πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις (Seferis)

[fr ByzG αλφαβητάριν (10th c. AD), der of αλφάβητος; cf αλφαβητάριο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλφαβητάριο το [alfavitário] Ο42 & αλφαβητάρι το [alfavitári] Ο44α : 1.βιβλίο με το οποίο τα παιδιά μαθαίνουν τα γράμματα του αλφαβήτου και ανάγνωση: Διαβάζει / ξεφυλλίζει το ~ με τις πολύχρωμες εικόνες. 2. (μτφ.) τα βασικότερα στοιχεία από έναν ορισμένο κύκλο γνώσεων.

[-άρι: μσν. αλφαβητάρι(ο)ν υποκορ. του ελνστ. ἀλφάβητ(ος) -άριον· -άριο: λόγ. επίδρ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφαβητάριο [alfavitário] το, (L)
  • ① = αλφαβητάρι 1
  • ② = αλφαβητάρι 2b:
    • τ' ~ της αγάπης |
    • poem τ' ~ μιας χαράς σπουδάζω από προχτές (Athanasoulis)

[fr ByzG *αλφαβητάριον, der of αλφάβητος w. suff -άριον Lat -arium; cf abcdarium]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες