Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλφάς ο [alfás] Ο1 : (στρατ., προφ.) αυτός που φοιτά σε στρατιωτική σχο λή και βρίσκεται στο πρώτο έτος σπουδών. || (επέκτ.) υποψήφιος δόκιμος που διανύει το πρώτο δίμηνο της εκπαίδευσής του: Οι βητάδες δεν άφηναν τους αλφάδες να πάνε στο καψιμί.
[άλφ(α) -άς]



