Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλφάδι
11 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλφάδι το [alfáδi] Ο44 : εργαλείο με το οποίο γίνεται το αλφάδιασμα: Είδη αλφαδιών. Tο ~ του χτίστη / μαραγκού / επιπλοποιού / τοπογράφου.

[μσν. αλφάδιον υποκορ. του άλφ(α) -άδιον (από την ομοιότητα του σχήματος)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφάδι [alfá∂i] το, (& region. [Dodec etc] αρφάδι) build.
  • level, spirit level (syn γωνιά, στάφνη, kath στάθμη):
    • κρεμαστό ~ plummet, plumb line (syn βαρίδι, μολίβι) |
    • τ' ~ δείχνει αν ο τοίχος χτίζεται στα ίσια και πώς πλαγιάζει η πατωσιά που κάρφωσες |
    • με το ~ ελέγχεται η οριζοντιότητα ή το κατακόρυφο μιας επιφάνειας |
    • στη Mεσοποταμία και στην Aίγυπτο εφεύραν τα πρώτα εργαλεία παρατηρήσεων και μετρήσεων |
    • το ~, την κλεψύδρα και τη ζυγαριά (Evelpidis) |
    • poem ... κ' εσύ, βαρίδι, μη στραβώνεις, | ~ μου καλό, συχώρα τον, το χέρι του άπραγό 'ναι (Kazantz Od 19.598) |
    • αρνήθηκα το μπούσουλα, τ' ~, το στατέρι, | τον κύκλο, το τετράγκωνο, την ίσια πέρα ρίγα (Athanas)

[fr LMG αλφάδι (Somavera) ← MG αλφάδιον, der of το άλφα, which had also the meaning 'T-square' (Eustratius philos., 11th-12th c. AD), w. suff -άδιον bes ἀλφάριον 'plumb line, level' (Theo Alex., 4th c. AD), surviving as αλφάρι in ModG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλφαδιά η [alfaδjá] Ο24 : (προφ.) η ιδιότητα των αλφαδιασμένων σημείων ή επιφανειών: Έρχεται / είναι κτ. ~ με κτ. άλλο. || σημείο ή επίπεδο που έχει αυτή την ιδιότητα: Bρίσκω την ~.

[αλφάδ(ι) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφαδιά1 [alfa∂já] adv
  • level, on a level, on the level, even:
    • βάλε ~ τα σανίδια το ένα με τ' άλλο |
    • η ταράτσα του σπιτιού μου έρχεται ~ με τη δική σου ταράτσα |
    • το ύψος του λιθολογήματος στη βάση του πύργου θα ήταν ~ με εκείνο της ευθύγραμμης διαδρομής του τείχους (Bakalakis)
  • ⓐ in a straight line, straight, even:
    • έκανε στα μαλλιά της χωρίστρα ~ |
    • φορεί το παντελόνι με τσάκιση ~
  • ⓑ fig in alignment, in agreement (syn ευθυγραμμισμένα):
    • έφτιασε, σα να λέμε, κρεβάτι του Προκρούστη κ' έστρωσε τους τύπους του και τους εξάρθρωσε είτε τους κουτσούρεψε, μόνον και μόνο, για να τους φέρει τάχα ~ στην οποιαδήποτε σχολή ή θεωρία (Charis)

[fr αλφαδιά2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφαδιά2 [alfa∂já] η,
  • the level, horizontal, vertical:
    • ο τοίχος (δεν) είναι στην ~ του

[fr MG *αλφαδέα (αλφαδαία γραμμή), der of αλφάδιν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλφαδιάζω [alfaδjázo] -ομαι Ρ2.1 : φέρνω στο ίδιο οριζόντιο ή κάθετο επίπεδο όλα τα σημεία ή τα τμήματα μιας επιφάνειας ή ελέγχω με το αλφάδι την κατακόρυφη ή οριζόντια θέση μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ το τραπέζι / τη σόμπα / το ψυγείο. Tο πλυντήριο κουνιέται, γιατί δεν είναι καλά αλφαδιασμένο. || Aλφαδιάζει κτ. με κτ. άλλο, βρίσκεται στο ίδιο ύψος ή γενικά στο ίδιο επίπεδο με αυτό: H ταράτσα μας αλφαδιάζει με τη διπλανή.

[αλφάδ(ι) -ιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφαδιάζω [alfa∂jázo]
also αρφαδιάζω, aor αλφάδιασα, ppp αλφαδιασμένος
  • ① check & determine by means of the level (αλφάδι) the straightness of a plane or horizontal surface, to level:
    • ν' αλφαδιάζεις συχνά τώρα που χτίζεις ψηλά, για να μη λοξέψει ο τοίχος |
    • αλφαδιάσαμε τ' αυλάκι και το βρήκαμε ανηφοριαστό |
    • poem να και το δίκιο νεροζύγι μας στην τρίχα ν' αλφαδιάζεις, | πάρε και τη θραψίνα, τη γωνιά και τη χοντρή μανέλα (Kazantz Od 19.586)
  • ⓐ make even, level (syn ισοπεδώνω):
    • αλφάδιασε το πεζούλι |
    • βρέθηκαν κομμάτια από "λάμες" μολιβένιες, που αλφάδιαζαν τους δρόμους του (Bakalakis) |
    • η θάλασσα είχε απόλυτα γαληνέψει, είχε πάνω κάτω σταθεί σαν να την αλφαδιάσανε (Fteris)
  • ② fig align, make even:
    • όλα του τα καμώματα ήταν αρφαδιασμένα από την πείρα και μετρημένα με την καθάρια κρίση του ντόμπρου καραβοκύρη (Foteinos)

[fr LMG αλφαδιάζω, der of αλφάδι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλφάδιασμα το [alfáδjazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αλφαδιάζω.

[αλφαδιασ- (αλφαδιάζω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφάδιασμα [alfá∂jazma] το,
  • ① checking w. the level, levelling:
    • με το ~ βρίσκεις αν ο τοίχος είναι ίσιος ή γέρνει
  • ② making even, making a surface vertical or horizontal (syn L κατακορύφωση or ισοπέδωση)

[der of αλφαδιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλφαδιασμένος, -η, -ο [alfa∂jazménos]
  • ① checked w. the level
  • ② levelled:
    • πάτωμα αλφαδιασμένο, πέτρα αλφαδιασμένη |
    • ο τοίχος ~ στην τρίχα (Prevelakis)

[ppp of αλφαδιάζω]

< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go