Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλυτρωτιστής [alitrotistís] ο,
- one in favor of irredentism, irredentist (syn ιρρεδεντιστής)
[der of αλύτρωτος w. suff -ιστής after Fr irrédentiste ← It irredentista]



