Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλυσοπρίονο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλυσοπρίονο το [alisopríono] Ο41 : φορητό μηχανοκίνητο πριόνι που λειτουργεί με αλυσίδα.

[λόγ. άλυσ(ος η) -ο- + πριόν(ιον) -ον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσοπρίονο [alisopríono] το,
  • chain saw (usu for the cutting of timber) (syn αλυσωτό πριόνι)

[cpd of άλυσος & πριόνι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go