Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλυσοδεμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσοδεμένος, -η, -ο [aliso∂eménos]
  • ① fastened w. a chain (syn αλυσιδωμένος 1a, αλυσόδετος 1):
    • λιγοστά βαπόρια ξεφορτώνουν, αλυσοδεμένα το ένα με τ' άλλο (Athanasiadis-N)
  • ⓐ chained, fettered, of living beings & parts of them (syn αλυσόδετος 1b, αλυσωμένος, σιδηροδέσμιος L):
    • αλυσοδεμένα αγρίμια |
    • αλυσοδεμένο θεριό, e.g. δε μ' αρέσουν τ' αλυσοδεμένα θεριά που τα σέρνουν (Venezis) |
    • χαζεύαν μπροστά στα βαριά αλυσοδεμένα θεριά, που τα βάζανε να χορεύουν (id.) |
    • το αλυσοδεμένο σαξονικό θεριό (i.e. England) |
    • με τα χέρια αλυσοδεμένα, e.g. σου γράφω με τα χέρια αλυσοδεμένα| δεσμώτες αλυσοδεμένοι |
    • αλυσοδεμένοι πιστάγκωνα |
    • ~ σε μια κολόνα |
    • ο ~ Προμηθέας |
    • τον πήρε αλυσοδεμένο ένας καπετάνιος |
    • τον πήγαν αλυσοδεμένο στη φυλακή |
    • είδε αλυσοδεμένους χριστιανούς, που πήγαιναν να τους πουλήσουν (Vacalop) |
    • το σφιχτό του τ' αχείλι, σφιχτό και σαν αλυσοδεμένο, έδειχνε πείσμα (Psichari) |
    • ο λόρδος κρεμάστηκε ~ απάνω από μια σιγανή φωτιά ωσότου έγινε κάρβουνο (Kazantz) |
    • οι γαλεριάνοι σκλάβοι τραβούσαν τα βαριά κουπιά αλυσοδεμένοι πάνω στους μπάγκους τους (Evelpidis) |
    • ένας κατάδικος ~ στον πάσσαλό του (Panagiotop) |
    • poem τον κόρακα κι αν μέρωσες κι αν αλυσοδεμένο | σέρνεις το γύπα πίσω σου, Bιλαρδουίνε, | τη σκάλα μη την απολνάς κλ (Malakasis) |
    • στα σίδερα αλυσοδεμένο | μ' έχουν σφιχτά του Mεντρεσέ (Skipis)
  • ② subjugated, enslaved (syn αλυσόδετος 2, σκλαβωμένος, υποδουλωμένος):
    • αλυσοδεμένη πατρίδα |
    • αλυσοδεμένα αδέρφια (i.e. enslaved fellow nationals) |
    • αλυσοδεμένα μυαλά |
    • gnom ο άνθρωπος γεννήθηκε λεύτερος κι όμως σ' ολόκληρη τη γη είναι ~ (Vrettakos) |
    • το δαιμόνιο που αισθάνομαι μέσα μου να με κρατεί αλυσοδεμένο και να με τραβά όπου αυτό θέλει (Palam) |
    • σύρθηκε ~ απ' την απελπισία και την απογοήτευση στα φαληρικά νερά και επνίγη (id.) |
    • ανοίχτηκε ένα παράθυρο από φως στον αλυσοδεμένο ορίζοντα και γυρίσαμε σα νικητές θριαμβευτές στη σκλαβωμένη πολιτεία (Tsatsos) |
    • οφείλουμε ν' απελευθερώνουμε κάθε αλυσοδεμένη ανθρώπινη ύπαρξη (Panagiotop) |
    • στη νύχτα της τουρκοκρατίας αλυσοδεμένοι καρτερούσαμε τη "φιλελεύθερη λαλιά" του Σολωμού (id.) |
    • η ψυχή της Σπάρτης απόμεινε αλυσοδεμένη στις ηρωικές βουνοπλαγιές σαν τον Προμηθέα (Myriv)

[fr MG αλυσοδεμένος, ppp of αλυσοδένω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες