Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλυσοδεμένοι [aliso∂eméni] οι,
- chained, shackled people (syn αλυσόδετοι 1c, αλυσωμένοι):
- το λέει ο ποιητής απευθυνόμενος προς τις αλυσίδες, που δεν είναι πια τα άψυχα σίδερα, αλλά οι ίδιοι οι ~ (Chourmouzios) |
- κι αν τύχει και έλθει κάποιο απόηχο από τις φωνές εκείνων, που περνούν πίσω από τους αλυσοδεμένους, τότε αυτοί θα νομίσουν κλ. (Thedorakop)
[substantiv. m pl of αλυσοδεμένος]
- chained, shackled people (syn αλυσόδετοι 1c, αλυσωμένοι):



