Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλυσιδάκι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αλυσιδάκι το.
  • Mικρή αλυσίδα:
    • (Γεωργηλ., Θαν. 136).

[<ουσ. αλυσίδιν + κατάλ. άκι. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσιδάκι [alisi∂áci] το,
  • small chain, chainlet (syn αλυσιδάκος, αλυσιδίτσα, καδενίτσα)

[fr MG αλυσιδάκιν (occurring in pl αλυσιδάκια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες