Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλυσέλικτρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλυσέλικτρο [aliséliktro] το, (L)
  • chain drum

[neol, cpd of άλυσις & *έλικτρον (cf cpd ἐξέλικτρον, 3rd/2nd c. BC)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες