Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλυκή
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλυκή η [alikí] Ο29 : χαμηλή παραθαλάσσια έκταση κατάλληλα διαμορφωμένη, στην οποία διοχετεύεται θαλασσινό νερό, με την εξάτμιση του οποίου παράγεται αλάτι.

[μσν. αλυκή ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἁλυκός `που περιέχει αλάτι΄]

[Λεξικό Κριαρά]
αλυκή η· αλ’κή.
  • Aλυκή:
    • Aλυκή της Θεσσαλονίκης πουλείται (Rechenb. 301 (έκδ. ίκι).)>
  • H λ. ως τοπων.:
    • (Μαχ. 6084), (Βουστρ. 1213), (Πορτολ. A 2216).

[μτγν. ουσ. αλυκή (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλυκή1 [alicí] η,
  • salt pan, saline (syn αλατότοπος 1, αλυκιά 1):
    • η ~ του νησιού |
    • έχουν περίφημες αλυκές |
    • idiom phr το φαΐ είναι ~ the food is too salty |
    • folkt oι χωριάτες είπανε να ρίξουν αλάτι να κάμουν ~, για να μη βασανίζονται ολοένα γι' αλάτι (Loukatos) |
    • στη Mήλο τρεις επίτροποι εκμίσθωναν τις αλυκές (Vacalop)

[fr ByzG & MG αλυκή ← K ἁλυκή, this fr ἁλυκc θάλασσα 'salt seawater' of adj ἁλυκός; cf pl-n Aλυκή Θάλασσα and K ἁλυκή 'a kind of salted food' (pap, 3rd c. AD) & 'salt' (pap, 8th c. AD)]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αλυκή2 [alicí] η, geogr
  • pl-n in many areas of Greece, also name of towns, e.g. Alyki in Thasos, also pl Aλυκές

[fr αλυκή1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες