Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλτρουίστρια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλτρουίστρια [altruístria] η,
  • female altruist:
    • η γυναίκα είναι ~ ή ακόμη πιο σωστά ετεροκεντρική (Kontogiannis)

[der of αλτρουιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες