Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλπακά
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλπακά1 [alpaká] η, zoo
  • alpaca, Lama pacos (syn αιγοκάμηλος or προβατοκάμηλος)

[fr Fr alpaca ← Span ← Aymara allpaca]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλπακά2 = αλπακάς1.
[Λεξικό Γεωργακά]
αλπακά3 [alpaká] το, metall.
  • argenton, German silver, nickel silver (syn αρζαντάν, αρζαντό, kath νεάργυρος):
    • κράμα ~ |
    • σερβίτσιο ~

[fr It alpacca]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλπακαδένιος, -α, -ο [alpaka∂énjos]
  • made of alpaca:
    • αλπακαδένιο σακκάκι, αλπακαδένιο φουστάνι |
    • αλπακαδένια ποδιά

[der of αλπακάς1 w. suff -ένιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλπακάς 1 ο [alpakás] Ο1 : είδος υφάσματος: Φόρεμα από αλπακά.

[ισπαν. alpaca ή μέσω του γαλλ. alpaga (από γλ. Ινδιάνων της Aμερικής)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλπακάς 2 ο : κράμα από χαλκό, κασσίτερο και νικέλιο: Σερβίτσιο / μαχαιροπίρουνα από αλπακά.

[λόγ. < γερμ. Alpaka (σήμα κατατ.) με μετακ. τόνου ίσως κατά το αλπακάς 1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλπακάς1 [alpakás] ο, (& αλπαγάς) pl αλπακάδες
  • ① alpaca wool
  • ② textile fabric made of alpaca wool, alpaca:
    • φόρεμα από αλπαγά |
    • μαύρος ~ γυαλιστερός |
    • φορούσε συνήθως λεπτά ρούχα, λινά ή αλπακά (Xenop) |
    • θυμάστε τον εστιάτορα πίσω από τον μπουφέ με τον μαύρο αλπακά (Glezos)

[fr Fr alpaca and It alpaga 'extract wool']

[Λεξικό Γεωργακά]
αλπακάς2 = αλπακά1.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες