Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλουργίδα η [alurjíδa] Ο26 : πολυτελές κόκκινο ρούχο ιδίως της βυζαντινής εποχής: Aυτοκρατορική ~.
[λόγ. < αρχ. ἁλουργίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλουργίδα η.
-
- Το πορφυρό (βασιλικό) ένδυμα:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 139r).
[αρχ. ουσ. αλουργίς]
- Το πορφυρό (βασιλικό) ένδυμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλουργίδα [aluryída] η, (L)
- purple robe (syn πορφύρα):
- poem στους αθανάτους τη θεόπρεπη | παράτησε ~ του Oλυμπίου (Palam) |
- και μου είναι τάχα στ' αλήθεια τόσο ξένος | ο θρήνος τους, σαν η ~ του ίδιου αίματος | κι ο κατακόκκινος ποταμός μ' έχει κυκλώσει; (Papatsonis) |
- την ώρα την ασύγκριτη του ηλιοβασιλεμάτου | να ο χαμηλός ο Aιγάλεως φοράει την ~ (Zevgoli) |
- τον εμπαιγμό σου και τον κόλαφο ν' ασπροντυθώ σα βασιλιάδων ~ (TBarlas)
[fr AG, K, PatrG ἁλουργίς 'id.']
- purple robe (syn πορφύρα):



