Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αλοτροπισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλοτροπισμός ο [alotropizmós] Ο17 : η ιδιότητα των υδρόβιων οργανισμών να στρέφονται σε ορισμένη κατεύθυνση, για να βρουν νερό με διαφορετική αλμυρότητα.

[λόγ. < αρχ. ἁλ- (ἅλς) `αλάτι΄ -ο- + αρχ. τροπ(ή) `στροφή΄ -ισμός κατά το γεωτροπισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go