Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογόβιτσα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αλογόβιτσα [aloγóvitsa] η,
  • horsewhip (syn dial αλογόβεργα):
    • άρπαξα μπρος από τα πόδια μου την ~ και την άγγιξα στα καπούλια του Aράπη (Prevelakis) |
    • folks. (Acritic) πιάνει την ~, στους στάβλους κατεβαίνει (Rhodes; DPetrop)

[cpd w. βίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες