Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογόβιτσα [aloγóvitsa] η,
- horsewhip (syn dial αλογόβεργα):
- άρπαξα μπρος από τα πόδια μου την ~ και την άγγιξα στα καπούλια του Aράπη (Prevelakis) |
- folks. (Acritic) πιάνει την ~, στους στάβλους κατεβαίνει (Rhodes; DPetrop)
[cpd w. βίτσα]
- horsewhip (syn dial αλογόβεργα):



