Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλογολάτης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλογολάτης ο [aloγolátis] Ο10 : (λογοτ.) βοσκός ή φύλακας αλόγων.

[αλογο- + -λάτης κατά το ζευγολάτης < ζευγηλάτης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλογολάτης [aloγolátis] ο, region. & lit
  • driver of horses (near-syn αγωγιάτης με άλογο):
    • χωριάτες και χωριάτισσες, αλογολάτες, κουβαλούσανε ως τη γραμμή τα πυρομαχικά (LAkritas) |
    • poem όλοι σταθήκανε να ιδούν τον άξιο αλογολάτη (Sikel) |
    • και κάπου κάπου ο αντίλαλος βραχνό τραγούδι φέρνει | του αλογολάτη, του βαλμά, οπού γυρνάει κ' εκείνος (Krystallis) |
    • απόμακρη ποδοβολή γροικάς να τροχαλεύει | που αλογολάτες οδηγούν στον κάμπο τ' άλογά τους (SPasagiannis)

[cpd w. -λάτης; cf βοϊδολάτης, γαϊδουρολάτης etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες