Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογατάκι [aloγatáci] το,
- ① small or young horse, pony (syn αλογάκι 1):
- poem τώρα ποιο τρυφερό αδερφάκι να μας πάρει | να ταξιδέψομε νύχτα στο φεγγάρι μ' ~ δίχως χαλινάρι; (Zevgoli)
- ⓐ hobby horse, rocking horse (children's toy):
- παίζουν τ' αλογατάκια
- ② ichth αλογατάκι or αλογατάκι της θάλασσας seahorse, Hippocampus brevirostris (syn in αλογάκι 2):
- τ' ~ της θάλασσας και το χελιδονόψαρο ... είναι κάτι ασπρόψαρα, μικρά με γαλάζιους λεκέδες (Bastias)
- ③ entom crane fly (genus Tipula):
- πλάκωσαν σωρός μερμήγκια φτερωτά, ήταν σαν αλογατάκια (Papatsonis)
- ⓑ ~ της Παναγίας or ~ του Θεού praying mantis, Mantis religiosa (s. αλογάκι 4):
- τ' αλογατάκια του Θεού πηδούνε στην πρασινάδα (Prevelakis)
[der of άλογο, specif fr pl αλόγατα (s. άλογο), w. suff -άκι]
- ① small or young horse, pony (syn αλογάκι 1):



