Παράλληλη αναζήτηση
| 6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογία [aloyía] η, philos
- irrationality (ant λογοκρατία, λογικότητα):
- ο έρωτας είναι και μέσα στην ~ των ζώων, που τα σπρώχνει να διαιωνίζουν το είδος των (Theodorakop) |
- το ήθος της ζωής του ανθρώπου στηρίζεται επάνω σε άλογες δυνάμεις της ψυχής του· στην ~του θανάτου αντιτάσσει ο άνθρωπος την ~ των δυνάμεών του (id.) |
- η εποχή της διαφωτίσεως χαρακτηρίζεται από δύο ρεύματα, από τη λογοκρατία [Boλταίρος] ... και από το βάθος της αλογίας, την πίστη ότι τα άλογα και συναισθηματικά στοιχεία του ανθρώπου είναι τα κύρια και αξιόλογα [Roυσσώ] (id.)
[fr AG ἀλογία]
- irrationality (ant λογοκρατία, λογικότητα):
[Λεξικό Κριαρά]
- αλογίας ο.
-
- Που δεν υπολογίζει τίποτα, που δε φοβάται, παράτολμος, ριψοκίνδυνος:
- Mπερνάρδος … ο πολέμων αλογίας (Aργυρ., Bάρν. K 54).
[<αρχ. αλογέω ή <μεσν. αλογίζομαι]
- Που δεν υπολογίζει τίποτα, που δε φοβάται, παράτολμος, ριψοκίνδυνος:
[Λεξικό Κριαρά]
- αλόγιαστα, επίρρ.
-
- Aπερίσκεπτα:
- (Διγ. Z 239).
[<επίθ. αλόγιαστος. H λ. στο Βλάχ.]
- Aπερίσκεπτα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλόγιαστα [alóyasta] adv
- ① unthinkingly, inconsiderately (syn αλογίκευτα, απερίσκεπτα, αστόχαστα, ασυλλόγιστα):
- μιλώ, ενεργώ ~
- ② without previous calculation or reckoning:
- prov που ξεκινάει ~ μεσοστρατής πεινάει
- ⓐ unforeseenly, unexpectedly, suddenly (syn αναπάντεχα, απρόβλεπτα, απρόοπτα):
- ~ του ήρθε η συφορά, το κακό
[fr MG αλόγιαστα, der of αλόγιαστος]
- ① unthinkingly, inconsiderately (syn αλογίκευτα, απερίσκεπτα, αστόχαστα, ασυλλόγιστα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλόγιαστος -η -ο [alójastos] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) αλόγιστος.
αλόγιαστα ΕΠIΡΡ. [μσν. *αλόγιαστος (πρβ. μσν. αλόγιαστα) < α- 1 λογιασ- (λογιάζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλόγιαστος, -η, -ο [alóyastos] region.
- ① done without thinking (syn L αλόγιστος 1):
- ας είναι το βάδισμά μου αλόγιαστο (Vlachogiannis) |
- poem μηδέ π' ακούει τ' αλόγιαστο τραγούδι, στο κατάρτι | δεμένος (Sikel)
- ⓐ unthinking, inconsiderate (syn in αλογάριαστος B2):
- τα παιδιά είναι αλόγιαστα |
- poem μα ξέρω πως οι αμίλητες κ' οι αλόγιαστες μητέρες | της δώσανε να χαίρεται τη χάρη της Eλένης (Palam) |
- μην κελαδείτε, αλόγιαστα πουλιά (Malakasis)
- ② uncountable, unnumbered (syn in αλογάριαστος A2):
- αλόγιαστα πλούτια |
- μην προπαγανδίζεις περιορισμό των γεννήσεων, αλλά και μη προτρέπεις στον αλόγιστο πολλαπλασιασμό των πεινασμένων (Palaiologos) |
- poem πλημμύρισε η μοσκοβολιά στο μοναστήρι και ήταν | τριγύρω σα μιαν άνοιξη, πλούσια κι αλόγιστη ήταν (Palam) |
- κι από μαρμάρινους θεούς που λάμπουν τώρα αιώνες | γεμάτοι αλήθεια ουρανική κι αλόγιστη γαλήνη (id.) |
- και ξεχειλάει η κοιλιά σου αλόγιστα πυκνά μερμηγκιασκέρια (Kazantz Od 14.877) |
- και πλημμυρώντας μας το νου μ' αλόγιστη φαιδρότη (Sikel)
- ③ unforeseen, unexpected (syn αναπάντεχος, απρόβλεπτος, απρόοπτος):
- έπαθε αλόγιστο κακό
[fr MG αλόγιαστος (adv αλόγιαστα being recorded MG), cpd w. *λογιαστός: λογιάζω]
- ① done without thinking (syn L αλόγιστος 1):



