Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλογάρης ο [aloγáris] Ο11 : (λογοτ.) ο αλογάς.
[άλογ(ο) -άρης]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλογάρης ο.
-
- Iπποκόμος:
- του βασιλιού αλογάροι (Eρωτόκρ. B´ 376).
[<ουσ. άλογον + κατάλ. ‑άρης. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Iπποκόμος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλογάρης [aloγáris] ο, region.
- horseman
- ① raiser of horses (syn αλογάς, L ιπποτρόφος)
- ② horserider (syn έφιππος L, καβαλάρης):
- δεν είναι πιο πιτήδειοι κλέφτες απ' τους αλογάρηδες (Sfakianakis) |
- poem Aλογάρης θεός, ο Ήλιος (Stavrou Ar)
[fr LMG αλογάρης, pl -άροι (Erotokr), der of άλογο w. suff -άρης]



