Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλμυρότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλμυρότητα η [almirótita] Ο28 : (επιστ.) η ιδιότητα του αλμυρού: Bαθμός αλμυρότητας, το ποσοστό του αλατιού που είναι διαλυμένο σε ένα λίτρο υγρού.

[λόγ. < αρχ. ἁλμυρότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλμυρότητα [almirótita] η, ocean. etc
  • saltiness, salinity (syn in αλμύρα 1):
    • ~ του νερού |
    • βαθμός αλμυρότητας (L αλμυρότητος) quantity in grams of salt substances in one lb of sea water or other fluid |
    • προσδιορισμός αλμυρότητας θαλασσίων υδάτων |
    • ~υπογείου ύδατος geol salinity of subsurface water

[fr K (also Aristotle) ἁλμυρότης, der of ἁλμυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες