Παράλληλη αναζήτηση
| 19 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμυρό s. αλμυρά.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμυρόγλυκος, -η, -ο [almiróγlikos] (& αρμυρόγλυκος)
- having a salty and sweet taste:
- αλμυρόγλυκα μπισκότα |
- ~ μπακλαβάς
[cpd of αλμυρός & γλυκός]
- having a salty and sweet taste:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμυροκουλούρα [almirokulúra] η, (& αρμυροκουλούρα)
- salty bun consumed by girls of marriageable age on the first day of Lent or on St. John's day (June 24) and believed to cause a dream about who will be the future bridegroom (syn αλμυροκούλουρο):
- αρμυροκουλούρα έφαγε (is very thirsty) |
- γίνεται πρόκληση ονείρου με την ~ ή τα κουφέτα του γάμου (Loukatos)
[cpd of αλμυρή κουλούρα]
- salty bun consumed by girls of marriageable age on the first day of Lent or on St. John's day (June 24) and believed to cause a dream about who will be the future bridegroom (syn αλμυροκούλουρο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμυροκούλουρο [almirokúluro] το, region. (Aigina,
- Athens, Eub) salty bun (syn αλμυροκουλούρα, q.v.):
- poem κ' οι μάγισσες ... | παίρνουν τα ξόρκια, τα γητέματα, τ' αρμυροκούλουρά τους (Kazantz Od 2.967)
[cpd of αλμυρό κουλούρι]
- Athens, Eub) salty bun (syn αλμυροκουλούρα, q.v.):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμυρόμετρο [almirómetro] το,
- salinometer (syn πυκνόμετρο θαλασσινού νερού)
[cpd w. μέτρον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμυρονέρι [almironéri] το, (& αρμυρονέρι)
- salty or brackish water:
- poem της πόρτας μου πατώ το σκαλοπάτι | γλειφτό, χορταριαστό απ' τ' αρμυρονέρι (Drosinis)
[cpd of αλμυρό νερό]
- salty or brackish water:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμυρόνερο [almirónero] το, (& αρμυρόνερο) = αλμυρονέρι
[s. αλμυρονέρι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμυρόπικρος, -η, -ο [almirópikros] (& αρμυρόπικρος) region.
- having a salty & bitter taste:
- αλμυρόπικρο φάρμακο, αλμυρόπικρα σκονάκια
[cpd of αλμυρός & πικρός]
- having a salty & bitter taste:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλμυρόπιτα [almirópita] η, (& more freq αρμυρόπιτα) region. (Kythnos,
- Syros, Icar etc)
- ① salty cake of flour eaten by girls & widows, believed to cause w. each eating a mantic dream about a future husband
- ② salty cake prepared the eve of June 24, feast day of St. John, and eaten on that day during the celebration of klidonas (Icar, Syros etc)
[cpd of αλμυρός & πίτα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αλμυρός, επίθ.· αρμυρός.
-
- Παστός:
- (Aσσίζ. 24029).
- Tο ουδ. ως ουσ. = αλίπαστες τροφές, και μάλιστα ψάρια:
- αγόρασεν αρμυρά διά το κελλάριν (Mαχ. 40632).
- Το αρσ. ως τοπων.:
- (Xρον. Mορ. H 8010).
[αρχ. επίθ. αλμυρός. H λ. και ο τ. και σήμ.]
- Παστός:



